Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ, Ο ΑΛΛΟΣ ΜΑΣ ΕΑΥΤΟΣ
Ο ηθοποιός, ο άλλος μας εαυτός.
Διήγημα
Δεν ξέρω πως θα αισθανόταν
κάποιος που κλείνει τα 42, εγώ αισθάνομαι ότι έχω περάσει τη γέφυρα στο σημείο
με τη μέγιστη καμπυλότητα και αρχίζω να πηγαίνω προς την αντίπερα όχθη. Το
πέρασμα της γέφυρας ήταν για μένα μοναχικό κι όταν έφτασα στη μέση σταμάτησα
και χάζεψα το ρουν του ποταμού , που καλοκαίρι ήταν δεν έμοιαζε και τόσο
ορμητικό. Μικρά χηνόπουλα και μικρά μαυροπούλια είχαν βρει καταφύγιο στις δυο
όχθες σε κάτι καλαμιές. Εγώ δε διστάζω να περάσω τη γέφυρα γιατί ξέρω ότι
κανείς δε θα με εμποδίσει να την περάσω και στην αντίθετη κατεύθυνση και να
βρεθώ ξανά στην αρχική όχθη ,αν η αντίπερα όχθη μου φανεί εχθρικό έδαφος.
Στη
ζωή όμως δεν είναι έτσι. Και έτσι στο βίο που διάγουμε ταιριάζει πιο πολύ το
άθλημα του κανόε καγιάκ. Πέφτεις στα ορμητικά νερά του ποταμού και είναι πολύ
δύσκολο έως αδύνατο να κάνεις πίσω. Άσε που στο μυαλό σου έχεις πάντα τον
κίνδυνο να φουντάρεις και να σε παρασύρουν τα ορμητικά νερά του ποταμού. Στη
ζωή σου διαλέγεις αν θα περάσεις το ποτάμι μόνος σου και θα τραβάς κουπί
μονάχος ή θα μπεις στη βάρκα μαζί με τους άλλους και θα συντονισθείτε όλοι μαζί
για να περάσετε τον άγριο ποταμό. Στη ζωή μου διέπρεπα πάντα στα ομαδικά
αθλήματα, όταν αγωνιζόμουν μονάχος σχεδόν πάντα εγκατέλειπα. Είναι κάτι που
έπρεπε να φάω τα μισά μου χρόνια στο παιχνίδι της ζωής για να το πάρω πρέφα,
για να το αντιληφθώ και να ψυχολογήσω τον εαυτό μου. Τώρα που γράφω αυτές τις
αράδες πάλι μόνος μου δρω αλλά από την εγκατάλειψη του εγχειρήματος ξεφεύγω γιατί πιστεύω ότι κάποια στιγμή τα
γραπτά θα διαβαστούν και από άλλους. Έχω συνοδοιπόρους φανταστικούς αναγνώστες.
Αναγνώστες που επεμβαίνουν νοερά στο γράψιμο ,ώστε να βγει το καλύτερο δυνατό
αποτέλεσμα . Μαζί θα βάλουμε στην ιστορία να παίρνουν τον λόγο και να
εκφράζονται καθ’ υπαγόρευσή τους.
Δέκα η ώρα το βράδυ ,η ώρα που οι μανάδες βάζουν τα μικρά
παιδιά για ύπνο λέγοντάς τους κάποιο παραμύθι. Αναζητώντας έναν φίλο, έτσι για
να ανταλλάξεις δυο κουβέντες ζεστές έστω και άκαιρες. Ανάγκη που φέρνει η
μοναξιά το βράδυ όταν όλα ησυχάζουν και εσύ νιώθεις ακόμη πιο μόνος. Η ώρα
περασμένη ποιον να ενοχλήσεις δίχως να τον ανησυχήσεις. Θα μείνεις πάλι μόνος.
Πιστός όσο γίνεται φίλος του εαυτού σου, που δείχνει αδυναμία. Συνομιλείς με
τον εαυτό σου και για να μην χάνεις τον ειρμό πιάνεις μολύβι και χαρτί.
Αποτυπώνεις την μοναξιά κάποιου άλλου, έτσι θες να έχεις την ψευδαίσθηση.
Μ’ αυτόν τον άλλο προσπαθείς να γίνεις φίλος. Ό,τι κι αν σου πει να τον
ακούσεις υπομονετικά δίχως να βαρυγκωμήσεις. Αυτός έχει ανάγκη κοινωνικότητας
και προβολής. Του αρέσει το κοινό, θέλει να είναι πίσω από την αυλαία την
στιγμή που θα ανοίξει και θα πέσουν οι προβολείς πάνω του. Εσύ διστάζεις να
εκτεθείς, προτιμάς να είσαι ανώνυμος στο κοινό που θα δει την παράσταση.
Εκείνος άνθρωπος της τέχνης , ηθοποιός ,ζει στο κέντρο της Αθήνας σε μια παλιά
νεοκλασική μονοκατοικία. Τριαντάρισε αλλά υποστηρίζει ακόμη την εργένικη ζωή.
Στο έργο που πρωταγωνιστεί στο θέατρο αυτή την περίοδο, έχει ως ρόλο τον
καταπιεσμένο σύζυγο. Αυτός αρχίζει, απευθύνεται σε σένα και στους άλλους. Θέλει
να αφήσει το στίγμα με την ερμηνεία του. Να σε κάνει να έρθεις στη θέση του. Να
σκεφτείς , να οραματιστείς, να ονειρευτείς μαζί του. Είναι καλός σ’ αυτόν τον
ρόλο. Αλλάζετε συνεχώς θέσεις. Συναισθήματα προβάλλουν, ζεις την έκσταση μιας
άλλης ζωής που θα μπορούσε να είναι δική σου. Μονολογεί συνομιλώντας με όλο τον
αντρικό πληθυσμό που κατά τη γνώμη του βρίσκεται στην εξίσου δύσκολη θέση του.
Κι ας είναι ανάμεσα στο κοινό και κυρίες. Αυτές τον ξέρουν ως εργένη ηθοποιό κι
έτσι τον αποδέχονται και όχι ως γκρινιάρη σύζυγο. Μονολογεί για τα βάρη του
δικού του έγγαμου βίου. Προσπαθεί να τα πει για να ξεθυμάνει. Προσπαθεί να με
πείσει ότι καλύτερα μόνος έστω με τα φιλαράκια της εργένικης ζωής, παρά τον
ζυγό με την συμβία. Όλα ανατρέπονται τότε ή όπως συμβαίνει για πολλούς άνδρες
το ομαδικό άθλημα, έστω ντουέτο που λέγεται γάμος είναι υπεράνω των δυνάμεων
του. Κι ο έρωτας που πήγε. Αναρωτιέται που πήγε όλη αυτή η φούρια της αρχής,
του ξεκινήματος. Νιώθει ότι από πρίγκιπα κάποιος ξαφνικά τον μετέτρεψε σε
βάτραχο. Είναι μόνος στο συζυγικό σπίτι και τα λέει. Η σύζυγος αν και πάντα σε
απόσταση μιας φωνής που ακούγεται, δεν επεμβαίνει κι αυτός συνεχίζει να τα λέει
συντροφιά με τις μπύρες του, το μόνο στήριγμά του.
Φαίνεται η μοναξιά του φίλου. Νιώθει μόνος ή θέλει να
μείνει μόνος πάνω στην σκηνή για να μετουσιώσει την μοναξιά του συζύγου, τα
άγχη του, τη δυσκολία που αισθάνεται στον ρουν του ποταμιού της ζωής. Επιζητά
το ξέσπασμα αυτό. Για να αντισταθεί, σαν μοναδικό τρόπο διαφυγής απ’ τα παιδικά
όνειρα. Σ’ όλα εκείνα που ήθελε να πραγματοποιήσει και έμειναν ανεκπλήρωτα. Τα
θαμμένα όνειρα μοιάζουν με σειρήνες που σαγηνεύουν με το όμορφο τραγούδι τα
αυτιά της ψυχής. Πόσο θα αντέξει σ’ αυτόν τον πειρασμό; Σκοπός του είναι να
φτάσει ξανά στο λιμάνι σαν άλλος Οδυσσέας. Στο λιμάνι του σπιτιού του, όπου τον
περιμένει ένα πρόσωπο ζωντανό, πραγματικό. Το μελωδικό τραγούδι των περασμένων
ονείρων θέλει να τον τραβήξει προς τα πίσω. Πράγμα αδύνατο που αν γίνει τελικά,
αισθάνεσαι τέτοια πίεση από τον ορμητικό χείμαρρο της ζωής που θέλει να
πηγαίνεις μπροστά, προς μια κατεύθυνση. Μαγεμένος ξαναέρχεται η εικόνα της
μάνας και αυτού μικρού παιδιού, να του λέει ακουμπώντας στο ξανθό του κεφάλι με
το χέρι της:
Είμαι σίγουρη ότι θα καταφέρεις να πετύχεις σε ό,τι κι αν
επιχειρήσεις, πιστεύω σε σένα.
Άραγε διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες της μάνας, την
απογοήτευσε άραγε;
Κι όμως αυτή ήταν που τον γαλούχησε με το ιδανικό της
συντροφικότητας και την ανάγκη ενός άνδρα να βρει κάποια στιγμή την σύντροφό
του. Την ευχή της πήρε στο γάμο που επέλεξε να κάνει. Τι δεν πήγε καλά; Ίσως
χρειάζεται περισσότερο χώρο και χρόνο για να αναπνέει μονάχος καλή ώρα όπως
τώρα. Να ονειρεύεται ίσως ελεύθερα. Μήπως και η γυναίκα του νιώθει ανάλογη
πίεση; Είναι κάμποσα χρόνια μαζί κι όμως δεν έχουν ανταλλάξει βαθύτερες σκέψεις
γι αυτό το ζήτημα μαζί. Η γυναίκα του έρχεται τώρα στον νου.
Αυτό το ξέγνοιαστο κορίτσι που ερωτεύθηκε κάποτε. Άλλαξε στα μάτια του ή μήπως
όχι;
Το τέλος φτάνει. Η ώρα περνάει, μόνο ένα ωραίο φινάλε.
Αυτό μόνο σκέφτεσαι, να έχει ωραίο φινάλε.
Η φωνή της συμβίας ακούγεται που τον καλεί να εμφανιστεί.
Αυτός αποφασίζει ότι ο συζυγικός βίος θα συνεχιστεί, θα το παλέψει. Της απαντά:
Έρχομαι, αγάπη μου.
Η αυλαία πέφτει. Οι προβολείς σβήνουν ,αφήνοντας ένα
αμυδρό φεγγοβόλημα στα μάτια, σαν ένα χαμόγελο που έχει παραμείνει ζωγραφισμένο
στα χείλη των θεατών μετά το ωραίο φινάλε.
Ικανοποιημένοι και οι εργένηδες και οι σύζυγοι!
Η μνήμη έπαιξε ξανά αυτή την παράσταση αυτή την μοναχική
βραδιά. Αποτυπώθηκε και για σας η ανάμνηση ενός φίλου όπως τον θυμάμαι την
τελευταία φορά που τον είδα. Γιατί ήρθε όμως ξανά στην συντροφιά; Ακολούθησε κι
αυτός μοναχικό βίο. Διεκδικούσε την μοναξιά. Μόνο στο σανίδι πίστευε ότι έκανε
παρέα με άλλους. Άνοιγε την ψυχή του και μας μιλούσε. Μισούσε τα ταξίδια. Ο
πατέρας του ναυτικός, έλειπε πάντα από το σπίτι όταν τον είχε ανάγκη. Έμεινε το
παιδικό τραύμα. Προτιμούσε έλεγε τα εσωτερικά ταξίδια. Είχε βέβαια και τους
μαθητές του. Δίδασκε την τέχνη της υποκριτικής. Αλλά όταν γύρναγε σπίτι
προτιμούσε έτσι μόνος. Με τα βιβλία του και τις ιδιωτικές προβολές από μια
συλλογή με ταινίες. Ή πήγαινε σινεμά μόνος την στιγμή ακριβώς που έσβηναν τα
φώτα και παιζόταν τα προσεχώς και έφευγε πάντα πρώτος δίχως να περιμένει πάλι
να ανάψουν τα φώτα. Η ζωή του βέβαια έκρυβε κάτι μοιραίο που τον είχε οδηγήσει
σ’ αυτήν την στάση. Ο έρωτας πρωταγωνιστής ως συνήθως. Η κοπέλα κι αυτή
ηθοποιός. Είχαν γνωριστεί τυχαία μια μέρα σ’ ένα βιβλιοπωλείο όταν του απεύθυνε
τον λόγο με μια ερώτηση για κάποιο βιβλίο. Προφανώς τον είχε περάσει για
κάποιον του καταστήματος. Ήταν η αιτία που έπιασαν συζήτηση για την λογοτεχνία
και το θέατρο. Δε δίστασε στιγμή να της ζητήσει να συνεχίσουν την συζήτηση σ’
ένα κοντινό καφέ. Κι αυτή αυθόρμητα δέχτηκε. Ο έρωτας του γι αυτήν την κοπέλα
τον ώθησε να γίνει κι αυτός ηθοποιός. Τότε ήταν στα δεκαοχτώ. Μαζί δεν έπαιξαν
ποτέ. Η Μυρτώ ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ αυτόν. Αδύνατη, με μια συμπαθητική
χλομάδα στο πρόσωπο, έντονα εκφραστικά μάτια, μακριά μαλλιά. Ενώθηκαν σαν δύο
όμοια μισά κοχύλια μιας αμοιβάδας που λες και ήταν από πάντα μαζί και μόνο κάτι
απροσδόκητο θα τα χώριζε. Ήταν κι οι δυο μαζί όσο το επέτρεπε το ριζικό τους,
καθώς η Μυρτώ αρρώστησε μια μέρα. Η καρδιά της ήταν αδύναμη. Συνήθως βλέπουμε
κοχύλια μονά και τα συλλέγουμε καθώς τα ξέβρασε το κύμα στην παραλία. Τα
θαυμάζουμε τα φυλάμε ως ενθύμιο. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι κάποτε κι αυτά είχαν
το ταίρι τους και πως η μοίρα τα χώρισε. Μοναχικό κοχύλι ο φίλος πιστός στον
έρωτά του για την Μυρτώ έγινε ηθοποιός ο ίδιος και κρατά πιστά την υπόσχεσή του
και τη θύμησή της. Θα σ’ αγαπώ για πάντα της είχε πει πριν την αποχωριστεί.
Μπορείς όμως να είσαι πιστός σε κάτι που σε πονάει;
Μπορείς να ζεις μια ζωή με μνήμες και να πιστεύεις ότι ο πόνος είναι γλυκός; Να
σου αρέσει να ζεις με ανοιχτές πληγές και να μην αφήνεις το χρόνο να τις
επουλώσει; Να μην αφήνεις μια χαραμάδα να μπει φως και να ζεις μονίμως στο
σκοτάδι; Η ζωή του φίλου είχε κοντά του την παρουσία της Μυρτώ μόνο στις
παρούσες συνθήκες. Έκλεινε τα μάτια και τη φαντασιωνόταν όπως πριν, να του
χαμογελάει με τα μάτια και ένιωθε αυτές τις στιγμές γλυκό τον πόνο. Το μαχαίρι
να ξαναμπαίνει στην πληγή για να τη διατηρήσει ανοιχτή. Αυτό ήθελε και όχι το
βάλσαμο της λησμονιάς. Όλα της τα θεατρικά κουστούμια τα είχε κρατήσει και τα
φυλούσε ως κόρη οφθαλμών. Του θύμιζαν παραστάσεις ζωντανές των αλλοτινών
καιρών. Κι ο ίδιος κάθε φορά που έπαιρνε έναν καινούργιο ρόλο, στην μοναξιά των
στιγμών έστηνε μια υποθετική κουβέντα με την Μυρτώ για τις λεπτομέρειες. Ήξερε
ποια θα ήταν η γνώμη άλλωστε. Τις πιο πολλές φορές συμφωνούσε μαζί της, άλλοτε
εξέφραζε μια μικρή αμφιβολία υπερασπίζοντας μια άποψη δική του. Η Μυρτώ είχε
πάντα άποψη. Είχε μια τρομερή ζωντάνια στη ζωή, μια ένταση που αντιστεκόταν στο
εύκολο, διάλεγε το δύσκολο, το κοπιαστικό και χαιρόταν την προσπάθεια. Όποτε ο
φίλος λιποψυχούσε ερχόταν η Μυρτώ και του έδινε κουράγιο και τον έσπρωχνε προς
τα εμπρός. Ήταν πλέον η καλή του νεράιδα που με το μαγικό ραβδάκι τον
μεταμόρφωνε. Τον πρόσταζε να μην επιζητά την ευχαρίστηση αλλά το δύσκολο
μονοπάτι. Ήταν εκεί και του χαμογελούσε σε κάθε επιτυχία ή τον συμβούλευε στα
ζόρια. Οι φωτογραφίες της ήταν παντού στο σπιτικό του. Έτσι τη θυμόταν, πάντα
νέα και με ζωντάνια. Όταν αναφερόταν γι αυτήν στους άλλους δεν έβαζε παρελθόντα
χρόνο, μιλούσε λες και ήταν ζωντανή γι αυτόν και πάντα δίπλα του. Ίσως κρύβει
και μια παθολογία η όλη κατάσταση αλλά έτσι λειτουργούσε ο φίλος. Ισορροπούσε
σε ένα νήμα λεπτό που ήταν έτοιμο ανά πάσα στιγμή να κοπεί και να τον αφήσει
μετέωρο. Όμως αυτός τα κατάφερνε. Μόνος πάντα, αλλά με την Μυρτώ στην σκέψη σε
κάθε του κίνηση σε κάθε του κουβέντα. Πάνε πάνω από δέκα χρόνια από το χαμό
της. Όμως αυτός εξακολουθεί να την ονειρεύεται στον ύπνο και να τη
φαντασιώνεται στον ξύπνιο. Καμιά φορά μπέρδευε τα γεγονότα του ύπνου όπου
παρουσιαζόταν δίπλα του όπως πρώτα. Όταν ξυπνούσε χαμογελούσε με μια ευδαιμονία
λες και ήταν άλλη η πραγματικότητα και ότι αυτός μόνος ζούσε κάτι ξεχωριστό.
Κατάφερνε να διατηρεί ζωντανή την παρουσία της Μυρτώ.
Η ζωή όμως είναι απρόβλεπτη. Εκεί που δεν περιμένεις καμιά
αλλαγή, εκεί που όλα βαδίζουν νωθρά και προδιαγεγραμμένα εμφανίζεται η καλή
νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι και καθορίζει τα μελλούμενα.
Στις τελευταίες παραστάσεις ο φίλος ένιωθε καρφωμένο πάνω
του το βλέμμα ενός κοριτσιού. Αυτό το βλέμμα του θύμιζε κάτι απ’ τα παλιά, του
θύμιζε τη Μυρτώ, τόσο έντονα που του αποσπούσε την προσοχή. Σε κάθε παράσταση
το κορίτσι ήταν εκεί λες και είχε λόγους να τον παρακολουθεί συνέχεια. Αυτός
προσπαθούσε ψύχραιμα κάθε φορά να διατηρεί την αυτοκυριαρχία που απαιτούσε ο
ρόλος. Στην τελευταία αποχαιρετιστήρια παράσταση το κορίτσι πέρασε δειλά από το
καμαρίνι. Του συστήθηκε σε σπαστά Ελληνικά.
Είμαι η Μαρί. Σπουδάζω ιστορία της τέχνης. Είμαι Γαλλίδα
και έχω έρθει για λίγο καιρό στην Ελλάδα με το πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών
Εράσμους. Αχ πόσο μ’ αρέσει εδώ, είναι όλα τόσα φωτεινά. Όλα κρύβουν μια μεγάλη
ιστορία πίσω.
Ναι αλλά γιατί θέλατε να γνωρίσετε εμένα; ψέλλισε ο φίλος μας έχοντας χάσει το χρώμα του καθώς
η ζωντάνια του κοριτσιού τον είχε καθηλώσει.
Tre bien!
Είπε η Μαρί, θα σας πω το μυστικό μου. Είμαι φίλη, δηλαδή θέλω να είμαι φίλη
της Μυρτώ και όλοι οι φίλοι της και εσείς είστε ο πιο πιστός ,θέλω να γίνουν
και δικοί μου φίλοι.
Γνωρίζετε την Μυρτώ; Μα πως είστε μόλις είκοσι χρονών!
Ναι θα ήθελα να τη γνωρίσω και εσείς είστε το πιο
κατάλληλο πρόσωπο. Έκανε κάτι πολύ σημαντικό για μένα τότε που ήμουν μόλις δέκα
χρόνων και θα της είμαι ευγνώμων για μια ζωή.
Ο φίλος μας τα είχε χάσει εντελώς. Το βλέμμα τόσο
σπινθηροβόλο εξακολουθούσε να είναι πάνω του. Αυτός που είχε μείνει σχεδόν
ακοινώνητος, ένιωθε πάλι μια ζεστασιά στην καρδιά, ένα φτερούγισμα στην ψυχή
του που πετούσε πλέον πιο ψηλά πάνω του. Ένιωθε τέτοια αγαλλίαση, τέτοια ηρεμία
τώρα. Όλα του φαίνονταν ωραία. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.
Αυτό έμοιαζε με πρωταπριλιάτικο ψέμα, ήταν πρώτη Απριλίου
σήμερα. Σκέφτηκε να το πει στη Μαρί στα Γαλλικά. Της είπε: Poisson
d’ Avril .Δεν
είναι δυνατόν να είναι αληθινά όλα αυτά, είπε. Η Μαρί που δεν κατάλαβε στην
αρχή, καθώς η πιστή μετάφραση είναι το ψάρι του Απρίλη, που όμως επειδή δεν
πιάνονται ψάρια τον Απρίλη έχει μεταφορικά σημάνει το ψέμα ,κατάλαβε εν τέλει.
Γέλασε και του είπε ότι είναι αληθινή όπως ήταν η Μυρτώ και ότι έκανε γι αυτήν.
Θα ήθελε να ανταποδώσει τη χαρά και τη φιλία της στον πιο πιστό άνθρωπο της
Μυρτώ, σ’ αυτόν.
Ο φίλος μας και η Μαρί έκαναν παρέα μέχρι το τέλος του
Απρίλη, οπότε και τελείωνε η διαμονή της στην Ελλάδα. Θα γύριζε στο Παρίσι. Προσπαθούσε
να πείσει το φίλο μας ότι θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει στην πόλη του φωτός
για όσο ήθελε. Προσπαθούσε να τον κάνει να ταξιδέψει, όσο δύσκολο ήταν γι
αυτόν. Ο φίλος μας τελικά δέχτηκε να κάνει ένα ταξίδι που ούτε ο ίδιος ήξερε τι
θα σήμαινε γι αυτόν. Φοβόταν ότι πρόδιδε την Μυρτώ. Όμως αυτό το βλέμμα της που
το είχε ξαναβρεί στην μικρή Μαρί ήταν πολύ συναρπαστικό γι αυτόν. Θα έφευγαν
μαζί σε λίγες μέρες. Με το πλοίο αρχικά για Ιταλία και έπειτα με το τρένο μέχρι
Γαλλία.
Η Μυρτώ είχε δωρίσει όλα της τα όργανα μετά θάνατον. Οι
αμφιβληστροειδείς χιτώνες είχαν μεταφερθεί μια κρύα νύχτα πριν δέκα χρόνια στο
Παρίσι αεροπορικώς, όπου λήπτρια ήταν μια δεκάχρονη σχεδόν τυφλή που μόνο με
αυτή την μεταμόσχευση θα είχε ελπίδα να δει το φως. Η Μαρί ήταν συμβατή με το
μόσχευμα και μετά από λεπτή επέμβαση με ακτίνες κατάφερε να έχει επιτυχή
κατάληξη. Η Μαρί μεγάλωσε φυσιολογικά και με την πρώτη ευκαιρία θέλησε να μάθει
για τη δότρια στην οποία ήταν ευγνώμων. Τώρα είναι μαζί με το φίλο της ,δίνει
και παίρνει χαρά.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου