Ιωάννης Γρυπάρης
Ο Ιωάννης Γρυπάρης γεννήθηκε στη Σίφνο τις 29 Ιουλίου 1870. Ήταν Έλληνας μεταφραστής, λογοτέχνης και εκπαιδευτικός, ενώ διετέλεσε επίσης στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Στα κατάλοιπα του λογοτέχνη, βρέθηκε ανέκδοτη δική του μετάφραση της ¨Πολιτείας του Πλάτωνος", σε δημοτικό λόγο. Από τα δέκα βιβλία της πλατωνικής Πολιτείας, τα επτά μόνο μπόρεσε να επεξεργαστεί, αλλά και έτσι η εργασία του είναι πολύτιμη. Την Πολιτεία του Πλάτωνος την είχε μεταφράσει και εκδώσει ο Γρυπάρης και το 1911 στη σειρά της βιβλιοθήκης " Φέξη" στην καθαρεύουσα, αλλά δεν ικανοποίησε πλήρως τον ποιητή. Γι΄αυτό την ξανάκανε στην δημοτική, βελτιώνοντας την απόδοση του κλασσικού κειμένου. Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία ο Γρυπάρης κληροδότησε τα υπάρχοντά του, παραχώρησε τα χειρόγραφά του και έτσι εκδόθηκαν στη νέα σειρά " Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων" σε επιμέλεια του Ευάγγελου Παπανούτσου.
Απεβίωσε 11 Μαρτίου 1942.
Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωμα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ μεσημεριάτης.
Καὶ τὴ χαρά της δὲν κρατάει στὰ στήθια,
μὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί μοῦ λείπει;
νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια
ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριὰ καὶ ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς,
μπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ μάθῃς.
(Σκαραβαῖοι καὶ τερακότες)
Ο Νυμφίος
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει
τρέμει θαμπό τ΄ ασημοκάντηλό μου•
κι εδώ, όπου ασυντρόφιαστη και μόνη
αποτραβιούμαι, νιώθω να ζυγώνη
το σύγκρυο αναφτέριασμα του τρόμου.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Ο χνουδωτός καντηλοσβήστης πάει
στο φως που τον τραβάει, πάει και πέφτει•
φάντασμα καλοθύμητο περνάει
μ΄ ανάλαφρον ανάσυρμα και πάει
και πνίγεται στα βάθη του καθρέφτη.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Με νήμ΄ ανεμοκλώστινο η αράχνη
της έγνοιας πλέκει στην καρδιά μου δίχτυ•
σαν κάποιο χέρι κρούσταλλο μού ψάχνει
των σπλάχνων μου τα σπλάχνη – μα ούτε άχνη
μουδ΄ ανεπνιά γρικάω το μεσανύχτι.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω
με τα χέρια και κρύβω το κεφάλι
βαθιά στο προσκεφάλι... και κοιτάζω
τ΄ ανάερο φάντασμα, που δεν τρομάζω,
στα βάθια της ψυχής μου να προβάλλη.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Πάσα στιγμή, που ζη την πάσα ημέρα,
την έγνοια την ανείκαστή μου, ω Πόθε,
πληθαίνοντας, μου κρυφολές : – Καρτέρα,
να ιδής, λιχνίζοντας στον ίσιο αγέρα,
πέρα τις πίκρες, τη χαρά σου εδώθε!
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Έλα, εκλεκτέ, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
η ελπίδα μου κι η γλυκαπαντοχή μου•
έλα, εκλεκτέ, που ακαρτεράω, και πιε μου,
ροδέμνοστε και παγκαλόμορφέ μου,
στη φούχτα μου εδώ μέσα την ψυχή μου!
Το ωραίο νησί
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.
Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει.
Δίχως ἐμέ! καὶ μέσα στὴ χαρά μου
Σὰ νύφη ἀπ᾿ τὰ στέφανα τοῦ γάμου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,
ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βράχο, ποὺ ἔρημο καὶ μόνο
μ᾿ ἔρριξ᾿ ἡ μοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ μ᾿ ἄκρα ῾πελπισιά τὰ χέρια ἁπλώνω.
Απεβίωσε 11 Μαρτίου 1942.
Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) |
Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωμα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ μεσημεριάτης.
Καὶ τὴ χαρά της δὲν κρατάει στὰ στήθια,
μὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί μοῦ λείπει;
νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια
ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριὰ καὶ ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς,
μπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ μάθῃς.
(Σκαραβαῖοι καὶ τερακότες)
Ο Νυμφίος
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει
τρέμει θαμπό τ΄ ασημοκάντηλό μου•
κι εδώ, όπου ασυντρόφιαστη και μόνη
αποτραβιούμαι, νιώθω να ζυγώνη
το σύγκρυο αναφτέριασμα του τρόμου.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Ο χνουδωτός καντηλοσβήστης πάει
στο φως που τον τραβάει, πάει και πέφτει•
φάντασμα καλοθύμητο περνάει
μ΄ ανάλαφρον ανάσυρμα και πάει
και πνίγεται στα βάθη του καθρέφτη.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Με νήμ΄ ανεμοκλώστινο η αράχνη
της έγνοιας πλέκει στην καρδιά μου δίχτυ•
σαν κάποιο χέρι κρούσταλλο μού ψάχνει
των σπλάχνων μου τα σπλάχνη – μα ούτε άχνη
μουδ΄ ανεπνιά γρικάω το μεσανύχτι.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω
με τα χέρια και κρύβω το κεφάλι
βαθιά στο προσκεφάλι... και κοιτάζω
τ΄ ανάερο φάντασμα, που δεν τρομάζω,
στα βάθια της ψυχής μου να προβάλλη.
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Πάσα στιγμή, που ζη την πάσα ημέρα,
την έγνοια την ανείκαστή μου, ω Πόθε,
πληθαίνοντας, μου κρυφολές : – Καρτέρα,
να ιδής, λιχνίζοντας στον ίσιο αγέρα,
πέρα τις πίκρες, τη χαρά σου εδώθε!
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...
Έλα, εκλεκτέ, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
η ελπίδα μου κι η γλυκαπαντοχή μου•
έλα, εκλεκτέ, που ακαρτεράω, και πιε μου,
ροδέμνοστε και παγκαλόμορφέ μου,
στη φούχτα μου εδώ μέσα την ψυχή μου!
Το ωραίο νησί
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.
Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει.
Δίχως ἐμέ! καὶ μέσα στὴ χαρά μου
Σὰ νύφη ἀπ᾿ τὰ στέφανα τοῦ γάμου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,
ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βράχο, ποὺ ἔρημο καὶ μόνο
μ᾿ ἔρριξ᾿ ἡ μοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ μ᾿ ἄκρα ῾πελπισιά τὰ χέρια ἁπλώνω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου