50+1 (διήγημα) του Αριστείδη Αρχοντάκη

Όταν είσαι 50+1 οι αποχρώσεις του γκρι στην ερωτική ζωή είναι περισσότερες από τις εκρηκτικές, εναργείς λευκές, και σαφώς συναγωνίζονται με τις μαύρες της ανημποριάς και της παραίτησης. Στο κατώφλι της φθινοπωρινής διάθεσης, έχοντας όμως πίσω ένα καλοκαίρι που δεν θες να αφήσεις, το πνεύμα δεν σε αφήνει στην πλήρη παράδοση, αγωνίζεται να διατηρήσει μια λανθάνουσα υποβόσκουσα νεότητα. Αυτή την περίοδο αναρωτιόσουν αν ήσουν στα όρια του φυσιολογικού φάλτσου ή ήσουν στην κατηγορία «βοήθεια σώστε με». Να έφταιγε άραγε η άνοιξη με την ανθοφορία, τα μπουμπούκια που ξεπετάγονταν σε φύση, ψυχή και σώμα; Ή συνέβαινε το ανεπίτρεπτο για σένα και την ηλικία σου, όπως έλεγες, βάζοντάς τα με τον εαυτό σου, να είσαι ξανά ερωτευμένη; Όμως ήταν αλήθεια, η ίδια είχες ξανανιώσει, φαινόσουν στ’ αλήθεια νεότερη, μόνο που σχετικά μ’ αυτό υπήρχε και κάτι μάλλον αρνητικό. Μαζί με τα χρόνια που φαινομενικά έχανες, απώλεσες και μπόλικη από την αυτοπεποίθησή σου, ξαναγινόσουν έφηβη. Και έμοιαζες πια τόσο πολύ με την κόρη σου, κι ας ήσουν εσύ κάπου στα πενήντα κι αυτή μόλις δεκάξι. Οι ψυχολογίες σας συγχέονταν, όπως όταν, εσύ είχες τη διάθεση να φορέσεις κάτι πιο νεανικό που θα σε κολάκευε, και διάλεγες απ’ της μικρής σου την γκαρνταρόμπα. Αμέσως όμως μετά, κοιτάζοντας τον αδυσώπητο κριτή καθρέπτη, έβλεπες το μάταιο, ανακαλύπτοντας τη φθορά του χρόνου, σε πρόσωπο, μπράτσα, μπούτια και στο επίμαχο πίσω μέρος, για το οποίο παλαιότερα αυτοθαυμαζόσουν. Τότε σε εγκατέλειπε η υπομονή του Ιώβ, για την οποία οι φίλες σου σε θαύμαζαν, και αυτομαστιγονώσουν. Λες και ο έρωτας τα βέλη του οποίου σε τρύπησαν, κάνει διάκριση σε ηλικίες, και σώνει και καλά είναι προνόμιο της φρεσκάδας και των νιάτων. Κι έτσι με την διάθεση πότε στο ζενίθ και πότε στο ναδίρ, αναρωτιόσουν αν αντέχεις ακόμα μια δόση ευτυχίας. Και σαν το καλοκαίρι μπήκε και ημερολογιακά, οι μέρες είναι μεγαλύτερες μα οι νύχτες σαν έρχονται μοιάζουν με ξελογιάστρες Νηρηίδες που πλανεύοντας, σε καλούν σε ξενύχτι. Ξαγρύπνια με παρέα ή και μοναχική, με τη αχλή του συνωστισμένου πλήθους στα καλοκαιρινά μπαράκια ή μες στη νυχτερινή ησυχία της ονειροπόλησης και της περίσκεψης. Η θερμοκρασία που ανεβαίνει ολοένα, σε απελευθερώνει όχι μόνο απ’ τον περιττό ρουχισμό, αλλά κι απ’ τη διάθεση της κατάκλισης και του χουχουλιάσματος στο κρεβάτι. Κι όταν σημάνουν μεσάνυχτα, και διαβεί το ψυχολογικό όριο που σε καλεί για ύπνο, τότε είναι που βάζεις τα κλειδιά στην τσέπη, και ξεκινάς για τη νυχτερινή περιπλάνηση. Η ατμόσφαιρα πιο ξεκάθαρη, οι φανοστάτες αστράφτουν ένα θερμό φως και το φεγγάρι στο δικό του ρομάντζο, πρωταγωνιστεί στο στερέωμα του ουράνιου θόλου. Μαζί σου λογής-λογής συνοδοιπόροι αναζητώντας περιπέτειες ερωτικές, κρυφοί ανομολόγητοι πόθοι βγαίνουν στο προσκήνιο, διεκδικώντας το μερίδιο τους στην ηδονή ή στην οδύνη, ανάλογα με την εξέλιξη της ιστορίας. Η ιστορία άγραφη, η ιστορία χυδαία ή αγγελικά πλασμένη, διεκδικεί τη θέση της σε μια χαλαρή παράσταση πρωταγωνιστών και κομπάρσων. Η γωνιά στην μπάρα του ροκάδικου μαγαζιού σε περιμένει και η καλλίγραμμη κοπέλα με το βαρύ μακιγιάζ και τα μπράτσα γυμνά με τα πολύχρωμα τατουάζ σε κοινή θέα προς τέρψη των θαμώνων, παίρνει την πρώτη σου παραγγελία αλκοόλ. Η μουσική δυνατή, κάποιες κοπέλες λικνίζονται στο κέντρο του χώρου, ο οποίος σιγά-σιγά γεμίζει ασφυκτικά. Το πρόγραμμα του ντι-τζέι το ξέρεις απέξω. Σε λίγο το κομμάτι σου παίζει, και συ πάντα συνεσταλμένα, καλείς την μπαργούμαν να βάλει δυο σφηνάκια για τις δυο σας. Η ίδια ιεροτελεστία κάθε βράδυ. Μετά κάθεσαι βουβή στη γωνιά σου να καπνίσεις τα τελευταία τσιγάρα του πακέτου, και να πάρεις το δρόμο της επιστροφής. Χαζεύεις στα σοκάκια της πόλης τους μεθυσμένους που τρεκλίζουν και τις κοπέλες που ανυπεράσπιστες πια, πρέπει να αμυνθούν στις ορέξεις που καιροφυλαχτούν. Άλλη μια μοναχική νύχτα μέσα στο πολύβουο πλήθος πέρασε, κι εσύ αναρωτιέσαι αν άξιζε τον κόπο. Κι όμως αύριο σα σημάνουν μεσάνυχτα, θα πάρεις ξανά τον ίδιο δρόμο προς τη μάταιη αναζήτηση του μαγεμένου πριγκιπόπουλου. Και καθώς οι εποχές εναλλάσσονται, άλλοτε φέρνοντας στο προσκήνιο ανομολόγητα πάθη, και άλλοτε εξοβελίζοντάς τα σε μια συναισθηματική και σωματική νάρκη, εσύ μεγαλώνεις, κι ωριμάζεις. Γνωστές που σε συναντούν στο δρόμο, κι εσύ δεν αναγνωρίζεις γιατί η φθορά του χρόνου τις έχει αλλοιώσει τόσο πολύ, σού λένε πως τι καλά που τα καταφέρνεις και δεν έχεις σχεδόν αλλάξει καθόλου, δηλώνοντας σου έτσι με τον τρόπο τους ότι και για σένα ο χρόνος περνά. Όπως η δημιουργία του κόσμου δεν συντελέστηκε εν αρχή, αλλά επιτελείται μέρα με τη μέρα, έτσι και με τον εσωτερικό σου κόσμο, όσο μεγαλώνεις προστίθενται διαδοχικά ψυχικά στρώματα, συσσωρεύονται διαδοχικές καταστάσεις από τις οποίες φτιάχνεται εντέλει ο εαυτός σου. Κι εσύ συνέχεια θα συνεχίσεις να το παλεύεις, έτσι το έχεις πάρει απόφαση, μέχρι την «συντέλεια».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις