Το χωριό του αγοραίου έρωτα (διήγημα) του Αριστείδη Αρχοντάκη

Το άλλοτε κραταιό κομουνιστικό ιδεώδες έχει καταρρεύσει, και χιλιάδες νέα κορίτσια του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ, αναζητούν ένα καλύτερο αύριο σε χώρες της ευμάρειας, της αφθονίας, και του καπιταλισμού. Πολλές απ’ αυτές τις δροσερές Ουκρανές, Ρουμάνες, Βουλγάρες και άλλες, υποδέχεται η Ελλάδα και διάφορα κυκλώματα τις διοχετεύουν σε κάθε γωνιά της. Σ’ ένα χωριό, έξω από την αμιγώς τουριστική ζώνη της πόλης του νησιού, και ενώ έχει επέλθει ο χειμώνας, τα βράδια υπάρχει έντονη νυχτερινή ζωή με κόσμο τόσο από την πόλη, αλλά εν γένει κι από όλο τον ορεινό νομό. Στον παραλιακό δρόμο πέντε έξι νυχτερινά μπαρ ενδημούν στην περιοχή, από τις μεταμεσονύχτιες ώρες μέχρι το λυκαυγές. Η χαρά του μοναχικού ορεσίβιου νεανία, που θα πιει το ποτό του συντροφιά με την δίμετρη ξανθιά Ρουσλάνα, μαθαίνοντας την τέχνη του φλερτ και της ερωτικής επικοινωνίας. Φτάνει να κερνάς τα κορίτσια το νερωμένο ποτό τους, κι η παρέα συνεχίζεται και συνεχίζεται. Υπάρχει μια κλιμάκωση στις προσφερόμενες υπηρεσίες, που σε ορισμένα μπαρ, η κονσομασιόν και ο αγοραίος έρωτας γίνεται απροκάλυπτα, σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους στα ενδότερα. Η ζωή του μικρού χωριού και των κατοίκων του ανεξαρτήτου ηλικίας, επηρεάζεται και συνυφαίνεται ταυτόχρονα με την ζωή των μπαρ και των νεαρών κοριτσιών. Στο μοναδικό παραδοσιακό καφενείο, μονοπωλούν τη συζήτηση οι ερωτικές περιπέτειες. Ποιος έκανε τι χθες το βράδυ, και καθένας προσπαθούσε να καυχηθεί για τα προσωπικά του. Ο Μήτσος εικοσιπεντάχρονος αγρότης, σπουδαγμένος όμως και γεωπόνος στο ΤΕΙ μετά χιλίων κόπων και φροντιστηρίων, άκουγε άπληστα τις ερωτικές ιστορίες, και δεν άργησε να μπει κι αυτός στο ερωτικό γαϊτανάκι της καυχησιάς. Ψηλός, ξερακιανός, δεν θα τον έλεγες άσχημο, που έκρυβε όμως κάτω από φαρδιά πουκάμισα μια αποκλίνουσα γυναικομαστία που δεν δικαιολογούταν για την ηλικία του. Γι αυτό και συνευρισκόταν ακατάπαυστα με τις αλλοδαπές καλλονές, θέλοντας να αποδείξει έναν ανδρισμό υπό αμφισβήτηση. Δεν άργησε βέβαια να κολλήσει, έτσι φουριόζος και απρόσεκτος που ήταν, κάμποσα αφροδίσια νοσήματα, που γιατροπόρευε στη συνέχεια και τα θεωρούσε σαν παράσημα αποκτηθέντα στο πεδίο της μάχης. Τι κι αν τον φοβέριζαν με ολική στειρότητα στο μέλλον, αυτός επανήλθε μετά τις αγωγές με αλοιφές και μαντζούνια, δριμύτερος. Ήταν η εποχή που γνώρισε τη φιλόλογο Σούλα από την πόλη, και ζούσε την καψούρα του, που όμως οι παλιές συνήθειες δεν το άφηναν και μονογαμικό, και είχε ταυτόχρονα σχέση με μια διαζευγμένη παλιά του γνωριμία. Δεν άργησε να φανεί η απιστία του και έτσι χώρισε κι απ’ τις δυο, ξαναγυρίζοντας στη ρουτίνα του χωριού. Τα όνειρα του συμπυκνώνονταν σε ένα διορισμό στο δημόσιο, και στο να παντρευτεί μια φιλόλογο. Η γνωριμία με την φιλόλογο έγινε, καθόσον φίλος του έκανε πάσα μια κοινή γνωστή, που εκμεταλλευόμενη τον Μήτσο με την λόξα που είχε για τη φιλολογία, γρήγορα του πέρασε στεφάνι. Ο Μήτσος ασχολήθηκε εκ πρώτης όψεως με τα οικιακά και το μπέιμπι σίτινγκ του πρώτου τους παιδιού, ενώ η φιλόλογος έτρεχε στα ιδιαίτερα. Ταυτόχρονα ενοχλούσε κι όποια πολιτική άκρη και βουλευτή είχε για να διοριστεί. Τι κι αν του έλειπε απ’ τα προσόντα η πιστοποίηση γλωσσομάθειας της Αγγλικής, αυτά ήταν ψιλά γράμματα που θα κανονίζονταν εν καιρώ. Ταυτόχρονα στο όνομα της γυναικός, έγινε σύναψη στεγαστικού δανείου για το κτίσιμο πρώτης κατοικίας του ζεύγους, σε ιδιόκτητο οικόπεδο στο χωριό. Η δεξιά στα πολιτικά πράγματα, ο διορισμός στο δημόσιο ήρθε για το Μήτσο, ο οποίος αισθανόταν δυο φορές ευτυχής καθόσον έγινε πατέρας και για δεύτερη φορά. Όλα καλά, όλα ανθηρά, που έλεγε και μια παλιά ελληνική ταινία, ο Μήτσος αισθανόταν πασάς στο νεόκτιστο σπίτι συν γυναιξί και τέκνοις. Και καθώς τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά μεγάλωναν κατά τα πρότυπα και τα καλούπια του γονιδιόματος που είχαν κληρονομήσει, το ίδιο κι οι γονείς επιδέχονται τη φθορά του χρόνου και της κοπιώδους προσπάθειας να τα μεγαλώσουν. Η γυναίκα του Μήτσου έχοντας στις πλάτες ένα ασήκωτο δάνειο που πάρθηκε όταν, λεφτά υπήρχαν, απόκτησε διάφορα ψυχοσωματικά κουσούρια και αυτοάνοσα νοσήματα. Μα κι ο Μήτσος άρχισε να γκριζάρει, στην πλούσια ακόμη κόμη του. Κι όπως τα φύλλα κιτρινίζουν προμηνύοντας την έλευση του φθινοπώρου και το καλοκαίρι έχει περάσει δίχως καλά καλά να το καταλάβουμε και δίχως να θέλουμε να το παραδεχτούμε, έτσι κι ο Μήτσος στη θέα των άσπρων μαλλιών και μη θέλοντας να αποδεχτεί ότι η νιότη περνά ανεπιστρεπτί, ήταν από τους πρώτους συνομηλίκους του, που δέχτηκε τον καλλωπισμό της κομμώτριας του χωριού και των χρωστικών ουσιών. Εν κατακλείδι απέκτησε ξανά το φυσικό χρώμα των νιάτων στο μαλλί, μόνο που ώρες ώρες ξεθώριαζε στον απαλό τόνο του κομοδινί, που έχουν κοινό όλα τα μεσήλικα τζόβενα. Στις κουβέντες που κάναμε, μόνιμα γκρίνιαζε για το χαμηλό μισθό που έπαιρνε στο δημόσιο, και ότι ξυπνούσε χαράματα για τη δουλειά, δίχως να θέλει να αποδεχτεί ότι περνούσε ακόμη κάποιες ώρες τα βράδια στο μπαρ του χωριού, και θυμόταν νοσταλγικά τα παλιά και με μια κρυφή πάντα ελπίδα να σιγοκαίει πάντα, ότι ήταν ενεργός άνδρας, πάνω από όλα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις