Ένας καφές στην χόβολη των δρόμων της Ορσας Δρετακη
Mα εγώ μένω άγρυπνος, ν’ ακούσω τη βροχή. Κάθε σταγόνα της και μιά ανάσα. Κάθε σταγόνα της και μιά παρουσία. Και ‘γω, στεγνός απ’ τ’ ασήμαντα, σήμαντρα γυρεύω. Και ομίχλες γκαρδιακές. Να τυλίξουν τα γκρέμνα μου .
Τώρα καταλαβαίνω τους αέρηδες. Και της θύελας τη μιλιά. Και του φωτός το ντροπαλό χάδι. Δεν είμαι νους. Δεν είμαι καρδιά. Πέρα απ’ αυτά πήγα. Μέσα σ’ ομίχλες χάρτινες, ρεγάλο του Λεβάντε, ακροπατώ.
Αγάντε, λέγω μου. Λίγο ακόμα. Και θα βγούμε απ’ τα τείχη. Ν’ ανασάνουμε όλους τους αέρηδες. Που μας μεγάλωσαν.
Μα εμάς, γραφτό μας είναι η Ανατολή. Το φως των χαμένων καλοκαιριών, μας στοιχειώνει. Το φως του κρυμμένου χειμώνα, μας ανασταίνει. Κι είναι αυτό το φως, του ντροπαλού αγγέλου, το μειδίαμα. Είναι ένα τζάκι ζεστό, σε παράθυρο ξένο. Που βλέπω μέσα από τη καστρόπορτά μου. Να με καλοσορίζει. Σα παλιός γνώριμος. Να μου λέει, αγάντε. Μη σταματάς.Κι είναι η μυρωδιά πορτοκαλιού που καθαρίζω, ανακατεμένη με του τζακιού του ξένου, τη μυρωδιά. Που μου φέρνει δάκρυ.
Κι είναι χαμένος Θεός με το δισάκι του στον ώμο. Που με προσκαλεί. Με νεύμα ζεστό. Για ένα καφέ στη χόβολη των δρόμων. Και ‘γω ακροπατώ. Πάνω στις κόρδες από υφαντές μουσικές. Πάνω στις κόρδες από υφαντές εντροπίες. Που τη ζεστασιά τους θέλω. Μέσα στη παγωμένη βροχή, απ’ τις χαμένες πατρίδες.
Κάθε απουσία και μιά χαμένη πατρίδα. Που μέσα μου την έχω. Κι η παρουσία της με ζεσταίνει. Ο δρόμος μακρύς. Μα δε θέλω να τελειώσει. Μοναχικός συντροφος είναι. Στους χίλιους χειμώνες που ασκήτεψα. Στις σκιές. Που μου έκρυβαν το λόγο και την αιτία. Του μισεμού.
Στις διαδρομές έψαχνα, τη κοφτερή ζεστασιά. Γκρεμισα όλατα καστρα μου. Ευτυχώς. Σε λίγο θα φέξει. Μιά απροσδόκητη χαρά με γεμίζει. Μιά άγρυπνη χαρά. Μ’ ευγνωμοσύνη την αφήνω να με τυλίξει. Ετοίμασα το σακίδιό μου.
Ξέρεις τι έμαθα; Οι κοντινές διαδρομές είναι οι πιο δύσκολες. Λες, κοντά είναι. Προλαβαίνω. Και διαρκώς αναβάλλεις το ξεκίνημα. Σε ξεγελά το κοντά. Μα λες, είναι ίδιον γνώρισμα του κοντά να ξεγελά. Αφήνεσαι στη ζεστασιά του πρόσκαιρου. Κι αναβάλλεις την αναχώρηση. Οι μακρινοί δρόμοι διαρκούν περισσότερο. Κι έχει μεγαλύτερη διάρκεια η ζεστασιά.
Λες, θα πάω εκεί να συναντήσω. Να γίνει η απουσία, παρουσία. Η παγωμένη βροχή, πέφτει δυνατή τώρα στο πρόσωπό μου. Βιαστικά γύρισα στο σπίτι της ψυχής μου.
Σε λίγο θα φέξει. Κι ένας χαμένος θεός με προσκαλεί. Για ένα ζεστό καφέ στη χόβολη των δρόμων.
Τώρα καταλαβαίνω τους αέρηδες. Και της θύελας τη μιλιά. Και του φωτός το ντροπαλό χάδι. Δεν είμαι νους. Δεν είμαι καρδιά. Πέρα απ’ αυτά πήγα. Μέσα σ’ ομίχλες χάρτινες, ρεγάλο του Λεβάντε, ακροπατώ.
Αγάντε, λέγω μου. Λίγο ακόμα. Και θα βγούμε απ’ τα τείχη. Ν’ ανασάνουμε όλους τους αέρηδες. Που μας μεγάλωσαν.
Μα εμάς, γραφτό μας είναι η Ανατολή. Το φως των χαμένων καλοκαιριών, μας στοιχειώνει. Το φως του κρυμμένου χειμώνα, μας ανασταίνει. Κι είναι αυτό το φως, του ντροπαλού αγγέλου, το μειδίαμα. Είναι ένα τζάκι ζεστό, σε παράθυρο ξένο. Που βλέπω μέσα από τη καστρόπορτά μου. Να με καλοσορίζει. Σα παλιός γνώριμος. Να μου λέει, αγάντε. Μη σταματάς.Κι είναι η μυρωδιά πορτοκαλιού που καθαρίζω, ανακατεμένη με του τζακιού του ξένου, τη μυρωδιά. Που μου φέρνει δάκρυ.
Κι είναι χαμένος Θεός με το δισάκι του στον ώμο. Που με προσκαλεί. Με νεύμα ζεστό. Για ένα καφέ στη χόβολη των δρόμων. Και ‘γω ακροπατώ. Πάνω στις κόρδες από υφαντές μουσικές. Πάνω στις κόρδες από υφαντές εντροπίες. Που τη ζεστασιά τους θέλω. Μέσα στη παγωμένη βροχή, απ’ τις χαμένες πατρίδες.
Κάθε απουσία και μιά χαμένη πατρίδα. Που μέσα μου την έχω. Κι η παρουσία της με ζεσταίνει. Ο δρόμος μακρύς. Μα δε θέλω να τελειώσει. Μοναχικός συντροφος είναι. Στους χίλιους χειμώνες που ασκήτεψα. Στις σκιές. Που μου έκρυβαν το λόγο και την αιτία. Του μισεμού.
Στις διαδρομές έψαχνα, τη κοφτερή ζεστασιά. Γκρεμισα όλατα καστρα μου. Ευτυχώς. Σε λίγο θα φέξει. Μιά απροσδόκητη χαρά με γεμίζει. Μιά άγρυπνη χαρά. Μ’ ευγνωμοσύνη την αφήνω να με τυλίξει. Ετοίμασα το σακίδιό μου.
Ξέρεις τι έμαθα; Οι κοντινές διαδρομές είναι οι πιο δύσκολες. Λες, κοντά είναι. Προλαβαίνω. Και διαρκώς αναβάλλεις το ξεκίνημα. Σε ξεγελά το κοντά. Μα λες, είναι ίδιον γνώρισμα του κοντά να ξεγελά. Αφήνεσαι στη ζεστασιά του πρόσκαιρου. Κι αναβάλλεις την αναχώρηση. Οι μακρινοί δρόμοι διαρκούν περισσότερο. Κι έχει μεγαλύτερη διάρκεια η ζεστασιά.
Λες, θα πάω εκεί να συναντήσω. Να γίνει η απουσία, παρουσία. Η παγωμένη βροχή, πέφτει δυνατή τώρα στο πρόσωπό μου. Βιαστικά γύρισα στο σπίτι της ψυχής μου.
Σε λίγο θα φέξει. Κι ένας χαμένος θεός με προσκαλεί. Για ένα ζεστό καφέ στη χόβολη των δρόμων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου