Ο άδολος Τζόνυ (διήγημα) του Αριστείδη Αρχοντάκη

Ο άδολος Τζόνυ Μια όμορφη, ηλιόλουστη, χειμωνιάτικη κατά άλλα, σύμφωνα με το ημερολόγιο μέρα, το μολυβί όπελ ασκόνα με τον Τζόνυ στο βαρύ τιμόνι, ανηφόριζε το στενό απότομο φιδωτό δρομάκι με προορισμό το λόφο της Σκλόκα. Στην κορυφή του ήταν εγκαταστημένες πολλές κεραίες τηλεπικοινωνίας και ραντάρ. Την περίοδο εκείνη η φίλη χώρα της Σερβίας, είχε βομβαρδιστεί ανηλεώς από τους δημοκρατικούς Αμερικάνους και τις προσκείμενες σ’ αυτούς νατοϊκές δυνάμεις. Πολλοί νέοι κυρίως Σέρβοι, είχαν αυτομολήσει στην Ελλάδα για να γλιτώσουν τα δεινά του πολέμου, και με την πρώτη ευκαιρία όπως αποδείχτηκε, επέστρεψαν, διότι δεν ήταν οικονομικοί μετανάστες, αλλά πρόσφυγες πολέμου. Η ανάβαση στο λόφο δεν ήταν τόσο δύσκολη,- άλλα αμάξια δεν συναντούσες στο στενό δρομάκι-, πράγμα που δεν μπορώ να πω ότι ίσχυε και για την κατάβαση, όπου βίωνες τον ίλιγγο του κενού των γκρεμών. Σαν φτάσαμε στην κορυφή, ανάμεσα στα κουτιά που έκρυβαν στο εσωτερικό τους πολύπλοκες συνδεσμολογίες, και στις πανύψηλες κεραίες, η ματιά μας περιεργαζόμενη το έδαφος δεν ικανοποιούνταν, μια και το μόνο που παρατηρούσαμε ήτανε υπολείμματα από κομμένα καλώδια διαφόρων χρωμάτων και κομμάτια από μαύρες μονωτικές ταινίες. Όμως, ο λόγος και η αιτία της ανάβασης ήταν άλλος. Στο εσωτερικό του ασκόνα υπήρχε ασύρματος, και μια ψηλή λεπτή κεραία το υποδήλωνε, καθώς ξεχώριζε ταλαντευόμενη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Το υψόμετρο ήταν ιδανικό για λήψη και επικοινωνία. Ο Τζόνυ γνώστης της κωδικής γλώσσας των πιλότων κατέγραψε αρκετές συνομιλίες. Ενόσω ο Τζόνυ διέτρεχε την γκάμα των συχνοτήτων, εγώ ατένιζα τη θέα, που αν μη τι άλλο αν και μαγευτική ήταν απαγορευτική, καθόσον είχαμε στο οπτικό μας πεδίο όλο το στρατιωτικό αεροδρόμιο της νατοϊκής βάσης με τα γιγαντιαία αμερικανικά κατασκοπευτικά και μεταγωγικά σε κοινή θέα. Ο Τζόνυ είχε πολλές απαγορευμένες λήψεις με την φωτογραφική του μηχανή της περιοχής, όπου τώρα φυλάσσονται στο αρχείο του. Αφήνοντας τον λόφο των τηλεπικοινωνιών και φτάνοντας στο υψόμετρο της θάλασσας, βρεθήκαμε στο παραθαλάσσιο Σταυρό, γνωστό για τα γυρίσματα της ταινίας «Ζορμπάς» στην περιοχή, με τον Άντονι Κουίν στον πρωταγωνιστικό τότε ρόλο. Μπροστά σε ένα άδειο πίνακα ανακοινώσεων των ντόπιων ψαράδων, και αφού γράψαμε τη φράση WANTED, φωτογραφηθήκαμε εναλλάξ, ανφάς και προφίλ, σαν άλλοι καταζητούμενοι. Ζούσαμε την περιπέτεια μας. Ο Τζόνυ είχε εθιστεί από καιρό και στην παρακολούθηση ταινιών περιπέτειας με αγαπημένους τον Στήβεν Σίγκαλ και Ζαν Κλοντ βαν Νταμ. Είχε λιώσει το βίντεο του. Μοναχοπαίδι, παιδί μεταναστών είχε περάσει τα πρώιμα παιδικά χρόνια στην Νέα Ζηλανδία, από όπου οι γονείς του επαναπατρίστηκαν όταν ο Τζόνυ έπρεπε να τελειώνει το δημοτικό. Βαπτισμένος Ιωσήφ, κατά το κοινώς Σήφης, όπως άρμοζε σε ένα εκ καταγωγής κρητικόπουλο, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Στο σχολείο δεν κατάφερε να τελειώσει το Γυμνάσιο, κι όταν έβγαλε ελληνική ταυτότητα ήρθε σε αμηχανία, καθώς δήλωσε επάγγελμα εργάτης, τη στιγμή που οι συνομήλικοι του δήλωναν μαθητές Λυκείου. Η αγγλική ως μητρική γλώσσα τον βοήθησε να βρει πολλές φορές εργασία, καθώς και το επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης που απέκτησε στο στρατό, υπηρετώντας τους μαυροσκούφηδες των τεθωρακισμένων, στη νήσο Κω. Πάντα πρόθυμος στις υπηρεσίες αλλά και στις αγγαρείες, δεν άργησε να αναγορευτεί προσωπικός οδηγός του εκεί διοικητή. Τι κι αν μετά την απόλυση εμφορούμενος από την νεανική αίσθηση της έλλειψης κινδύνου και του φόβου του ατυχήματος, τούμπαρε στην εθνική την ασκόνα, και καταγράφηκε σαν περιστατικό τροχαίου στον τοπικό τύπο. Ο Τζόνυ ήταν άδολος, μειλίχιος, αγνός πράος, πάντα τον διακατείχαν αυτά τα γνωρίσματα ακόμα και σαν ενηλικιώθηκε. Όταν έπαιρνε τα μεροκάματα μαζεμένα στο τέλος της εβδομάδας, το γλένταγε σαν νέος. Επισκεπτόταν τα τοπικά πορνεία τακτικά, και δεν άργησε να γίνει μόνιμος πελάτης. Είχε αδυναμία σε μια γριά πόρνη,- άβυσσος η ψυχή και τα γούστα-, στην οποία όπως αυτοσαρκαζόταν κολλούσε τα τελευταία ένσημα. Τι κι αν αυτή είχε σαν πελάτες πλέον, ραμολιμέντα γέρους συνταξιούχους, οι οποίοι την επισκέπτονταν, Κύριος οίδε, μετά την κυριακάτικη λειτουργία, ο Τζόνυ αυτή γούσταρε. «Τι θες και έρχεσαι και ξανάρχεσαι;» προσπαθούσε να τον συνετίσει η πόρνη, «τόσα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά υπάρχουν τι θες σε μένα;», αντιλαμβανόμενη ίσως και με το δίκιο της βέβαια, την ανωμαλία της κατάστασης. Ο Τζόνυ ήταν καλόπιστος και μαλακός στο χάραγμα και την διαμόρφωση σαν τον πυλό. Αγάπησε τα ιταλικά σκούτερ σαν τον στενό του φίλο τον Μανιό, έμαθε να πίνει μπύρα για να χαλαρώνει από το άγχος πριν ένα τουρνουά μπιλιάρδου στο οποίο συμμετείχε, όπως έβλεπε να κάνουν οι πρωταγωνιστές ταινιών που παρακολουθούσε, ως και το κάπνισμα άρχισε στα τριανταπέντε του χρόνια, μιμούμενος την μετέπειτα γυναίκα του. Ανοιχτός στο καλαμπούρι που προκαλούσε η δυσκολία του με την ελληνική γλώσσα. Κάποτε που δούλευε στα ξενοδοχεία στην συντήρηση, αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να δηλώνει, καθαριστής πισίνων ή πισινών. Και η καζούρα άρχιζε. Κι όμως Τζόνυ του λέγαμε εμείς, στην λήγουσα τονίζεται. Σαν μνηστεύτηκε την καλή του Μαρία, ο Τζόνυ ήθελε να δείχνει και να αισθάνεται πιο πολύ άνδρας. Έπινε πιο πολύ και δεν σήκωνε την καζούρα, ιδιαίτερα μπροστά της, αγρίευε και απειλούσε, αλλά όσοι τον ήξεραν δεν ανησυχούσαν. Ήξεραν ότι ήταν παροδική η μετάλλαξη και θα ξανάβρισκαν τον χαμογελαστό Τζόνυ, τον πρόθυμο να βοηθά ανιδιοτελώς, φίλους και γνωστούς. Ο πατέρας του άλλωστε του είχε μάθει το γνωμικό «είδε ο τρελός τον μεθυσμένο, και τον φοβήθηκε». Έτσι κι αυτός, κι αν αγάπησε το πιοτό, τον τζόγο, το φαγητό, πάντα είχε υπόψη το μέτρο. Αγάπησε τους φίλους και τις φίλες σαν αδέλφια πάνω από όλα, μια κι η μοίρα δεν τον αξίωσε να έχει αδέλφια. Πολύ ευαίσθητη ψυχή ο Τζόνυ, σπάνια επισκεπτόταν νοσοκομεία, πόσο δε μάλλον να παρευρίσκονταν σε κηδείες, μαύριζε το είναι του, και τα απέφευγε. Μια φορά μόνο, πήγε να δει φίλο που βρισκόταν με ψυχικό κλονισμό, έγκλειστος στο άσυλο, και γύρισε πίσω με νευρικό γέλιο που δεν έλεγε να σταματήσει. Καθόσον παρατηρούσε τους νοσηλευόμενους, κατέγραψε στην μνήμη το αξιοπερίεργο ενός ψυχικά άρρωστου που έκοβε βόλτες στο αχανές αλσύλλιο, τηρώντας κατά γράμμα τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, στους άδειους όμως από οχήματα δρόμους, σταματούσε στα στοπ και έλεγχε και δεν έστριβε αν υπήρχε απαγορευτικό σήμα. Και δώστου να γελά και να κλαίει ταυτόχρονα ο Τζόνυ. Εκείνο το βραδάκι ήπιε μια παραπάνω μπύρα, ενάντια στην παλιά παραίνεση του πατέρα. Ήξερε ότι υπήρχαν και χειρότερα. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ* *Φυσικός-συγγραφέας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις