Για να μη βγεί φάλτσα η μελωδία του λυκόφωτος (Λέξεις πίσω από το μύθο ~ Όρσα Δρετάκη)

< Όμορφο είναι το φως. Τρυφερό. Τώρα που χάνεται. Και λες, σαν η τρυφεράδα, να γίνεται πιο τρυφερή ακόμη. Τώρα που χανεται το φωτεινό μειδίαμά του παρόντος. Θα μου πεις πως πάντα παρόν είναι. Υπάρχει άραγε και τίποτε άλλο ; Ο ήλιος ροχαλίζει ήδη στα σπήλια του νου. Κι ο νους μένει ξάγρυπνος από το ροχαλιτό του. Καλό είναι να μένει ξάγρυπνος ο νους όταν το φως εκκωφαντικά κοιμάται. Αγρύπνια σημαίνει εγρήγορση διαρκής κάθε που το σκοτάδι πυκνώνει. Κι όσο πιο πυκνό το σκοτάδι, τόσο πιό διαρκής η αγρύπνια. Κι αν τα μάτια κάποια στιγμή βαρύνουν, καθώς ανθρώπινο είναι, βγες να πάρεις ανάσα στο κρύο της αναγενεισιακής νύχτας. Μη σταματάς. Προχώρα. Κι αν σταματήσεις για λίγο, για λίγο να ‘ναι. Ξεκίνα ξανά. Το άπειροδεν περιμένει. Προπορεύεται πάντα. Συγχρονήσου. Για να μη βγει φάλτσα η μελωδία του λυκόφωτος. Μικρή είναι η ανάσα στις μεγα΄λες αποστάσεις. Κρατά δυνάμεις. Για να τρέφει ο ανεμος τα σωθικά σου. Καθώς μακριά πηγαίνεις. Κι όσο πιο μακριά πηγαίνεις, τόσο τα βλέπεις πια όλα. Στη σωστή τους διάσταση. Τις λεπτομέρειες τις ξέρεις. Καιρός να δεις το όλον. Του καιρού το γύρισμα φέρνει άλλες στιγμές και άλλα βήματα. Πρόσεχε μόνο μη σκοντάψεις. Καθώς του καιρού το γύρισμα κακοτράχαλο είναι. Και ο δρόμος του, ίσως και ξεχασμένος να ‘ναι. Γεμάτος απ’ τ’ αγριόχορτα άχρηστων συμβάντων. Πέτα ότι είναι να πετάξεις. Να ‘σαι ελαφρός. Καθώς το ταξίδι και μακρύ είναι και δύσκολο. Υπό την έννοια πως ίσως ανάπαυλα δεν θα ‘χεις. Μα όταν αφιχθείς στου σύμπαντος τα πέρατα, θα το δεις και ‘συ. Πως τέρατα δεν φοβήθηκες. Πως οι κεραυνοί, απλά φώτιζαν τα πυκνά σκοτάδια. Και κακό δεν σου έκαναν. Θ α το δεις. Πως όταν ξεμακραίνεις, ξεμακραίνουν και όλα τα αχρηστα. Και τα πετάς χωρίς δεύτερη σκέψη. Στις αγορές και στα παζάρια ίσως βρεις θυμιάματα. Μα μη τα πάρεις. Το πολύ θυμίαμα δεν το θέλει κανείς. Μήτε αυτός που από πάντα ήταν. Μήτε εσύ που πρόσφατος και πρόσκαιρος είσαι. Άσε τους βωμούς και τις θυσίες για άλλους. Γιατί να θυσιάσεις οτιδήποτε ; Δεν αξίζει και δε στο ζήτησε κανείς. Αυτός που υπήρχε πάντα και πριν από το πάντα ακόμη, δεν κάνει αγοροπωλησίες με την ψυχή σου. Άλλος και άλλοι το κάνουν αυτό. Τα νέφελα είναι ακίνητα. Δεν κουνιέται φύλλο. Πλήρης άπνοια. Και πλήρης σιωπή. Ένας γκιώνης βάλθηκε να φλυαρεί νωρίς νωρίς σήμερα. Πριν καν πέσει το βαθύ σκότος. Ποιός θα φύγει απόψε ; Λενε πως αν φλυαρεί ο γκιώνης, κάποιος φεύγει για να συναντήσει κάτι κάπου που ίσως είναι και μέσα στον καθένα. Μακριά δεν θα πάει. Μακριά ήταν μέχρη τώρα. Το φως δεν έχει σβήσει ακόμα. Μα ο γκιώνης επιμένει να φλυαρεί. Καποιος θα φύγει απόψε καθώς λένε οι παλιοί. Πολύ σιωπή απόψε. Σιγαλιά και ησυχία. Και να σκεφτείς πως ο καιρός δεν έκανε ακόμα το γύρισμά του. Ξένος τόπος δεν υπάρχει. Όλοι δικοί είναι. Μην ακους τα πολλά. Κι αν τ’ ακούσεις, λίγα κράτα. Ο γκιώνης επιμένει. Κάποιος θα φύγει απόψε. Όποιος και να ‘ναι καλό δρόμο να ‘χει. Μη φοβηθείς. Προχώρα. Το γύρισμα του καιρού άγρυπνο να σε ‘βρει. Να ‘σαι άγρυπνος. Γιατί άγρυπνος είναι ο νους που άγρυπνα σκεφτεται. Και όσο πυκνώνει το σκοτάδι, τον άγρυπνο νου ζητά. Κι αν αποκάμεις και κοιμηθείς, άγρυπνος να ‘σαι στον ύπνο σου. Δίνε στο νου σου μικρές και συχνές ανάσες. Γιατί οι μικ΄ρες ανάσες, μακριά σε πηγαίνουν. Και σε κρατούν. Ν’ αντέξεις. Για να μη βγει φάλτσα η μελωδία του λυκόφωτος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις