ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ

               Καθημερινοί αντίλογοι

-Αρνούμαι να διαβάσω λογοτεχνία γιατί η διάθεσή μου δε θέλω να χαλάει κι άλλο.
-Μα έτσι είναι η λογοτεχνία. Τα έχει όλα μέσα, δεν είναι ανέκδοτο για να γελάσουμε.
-Όμως όλες αυτές οι ιστορίες με τα θλιβερά γεγονότα μου τσακίζουν το κέφι.
-Η ίδια η ζωή είναι ακόμη πιο σκληρή, είναι σαν να μη θέλουμε να ζήσουμε. Η λογοτεχνία σε ταξιδεύει μέσα στη ζωή, σου δείχνει πράγματα, μα δίχως να φέρει το αμετάκλητο. Σαν θέλεις μπορείς εσύ να σκεφτείς μιαν άλλη εκδοχή, να κάνεις τις δικές σου υποθέσεις. Δε μπορείς να το βρεις αυτό στην πραγματική ζωή που όλα κάποτε είναι τετελεσμένα, το παρελθόν είναι ακλόνητο και το παρόν πονάει.
-Δεν είναι ότι αρνούμαι να ζήσω, είμαι κουρασμένη για να διαβάσω τις ιστορίες που μου επιφυλάσσει η λογοτεχνία. Ίσως φταίω κι εγώ που παρασύρομαι και τα βιώνω όλα τόσο έντονα. Το φανταστικό στη σκέψη μεταλλάσσεται σε πραγματικό.
-Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που είχε στην αυλή του γελωτοποιούς. Αυτοί του έκαναν αστεία, αλλά σύντομα τους βαρέθηκε και στη θέση τους φώναξε έναν ξακουστό παραμυθά. Άρχισε ο παραμυθάς να λέει την ιστορία του, ο βασιλιάς δε βαριόταν, η ιστορία έπαιρνε σε μάκρος, διακοπτόταν και ξανάρχιζε την επομένη. Ο βασιλιάς δεν έχανε το ενδιαφέρον του, περίμενε να δει πως θα τελειώσει η ιστορία. Ο παραμυθάς δεν ήταν κουτός, έβλεπε τι επιρροή ασκούσε στο βασιλιά, δε θα έπαιζε το κεφάλι του κορώνα – γράμματα. Φρόντισε να δώσει ένα τέλος που θα ικανοποιούσε και θα κολάκευε το βασιλιά. Ίσως κι εσύ θέλεις να έχεις κάθε φορά έναν παραμυθά που να χαϊδεύει τα αυτιά σου. Όμως η λογοτεχνία δεν είναι πάντα έτσι. Το απρόβλεπτο είναι μέσα στη ζωή και αυτήν αντιγράφει η λογοτεχνία και ίσως δε την ξεπερνά ποτέ.
-Όμως εγώ προτιμώ την πραγματική ζωή και όχι την προσομοίωση. Γνώρισα μια κοπέλα, που περιμένοντας κι αυτή να αγαπηθεί, της άρεσε να διαβάζει ιστορίες αγάπης. Ζούσε μέσα απ’ τα βιβλία τους έρωτες και τα πάθη. Συνέχιζε να διαβάζει ασταμάτητα και με επιμονή, αναμένοντας όλα αυτά να τα ζήσει και στην πραγματικότητα. Όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια και έμενε ανέραστη, απογοητεύτηκε τόσο, που σταμάτησε και το διάβασμα. Τώρα ζει απολύτως μόνη και δυστυχισμένη, γιατί δεν έζησε στην πραγματικότητα.
-Αντιθέτως εγώ γνώρισα κάποιον, που όλες του τις οικονομίες τις διέθετε στα ταξίδια. Του άρεσε βέβαια και το διάβασμα, ένα είδος ταξιδιού ήταν κι αυτό. Ποτέ δεν απαρνήθηκε τα βιβλία που τόσο καλά του κρατούσαν συντροφιά στο χρόνο της αναμονής, μέχρι το επόμενο ταξίδι. Τόσο πολύ τον συνέπαιρνε η συνήθεια, που κι όταν ταξίδευε διάβαζε. Διάβαζε στο τρένο, στο πλοίο, στις ώρες ανάπαυσης. Κάποτε ήθελε κι ο ίδιος να μπορέσει να γράψει μια ιστορία με τα δικά του βιώματα και τη δική του πλοκή. Οι ιστορίες που διάβαζε ο ταξιδιώτης ήταν απρόβλεπτες, όπως τα ταξίδια, όπως η ζωή. Θα συνεχίσω τώρα την ιστορία του βασιλιά και του παραμυθά. Ο παραμυθάς έλεγε ιστορίες που κολάκευαν το βασιλιά κι έτσι παρέμενε στη θέση του και ζούσε πλουσιοπάροχα. Όμως ο υποταχτικός λαός δεν ήταν ικανοποιημένος με το βασιλιά. Φορολογούνταν υπέρογκα και περνούσε δύσκολα. Ξέσπασε αναβρασμός, επανάσταση, το βασίλειο κινδύνευε να διαλυθεί. Ο βασιλιάς κάλεσε κάποια στιγμή τον παραμυθά να του πει άλλη μια ιστορία. Μόνο που τώρα αυτή δεν είχε αίσιο τέλος για το βασιλιά. Ο παραμυθάς είπε την ιστορία με το τέλος να κολακεύει αυτούς που θα κληρονομούσαν το βασίλειο.

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Γ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις