Επάγγελμα ποιητής (διήγημα)
Εαρινή ησημερία σήμερα, πρώτη της Άνοιξης και Υπερπανσέληνος.
Α! και Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης!
Σας αφιερώνω το διήγημα μου Επάγγελμα-ποιητής που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου "Πολύ μικρά γλυκά τίποτα, φυλαγμένα σε σπιρτόκουτα" Εκδόσεις Έρεισμα 2018.
Α! και Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης!
Σας αφιερώνω το διήγημα μου Επάγγελμα-ποιητής που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου "Πολύ μικρά γλυκά τίποτα, φυλαγμένα σε σπιρτόκουτα" Εκδόσεις Έρεισμα 2018.
Επάγγελμα ποιητής
Σκυφτός, η κορμοστασιά είχε λυγίσει απ’ το βάρος του χρόνου.
Όσο κι αν περπατούσε κοιτώντας ψηλά, η ελαφρά καμπουρίτσα διέγραφε ένα τελικό σίγμα στο κορμί του. Επάγγελμα ποιητής. Αν και βιοποριζόταν δύσκολα, αυτό δήλωνε γεμάτος περηφάνια, μπαίνοντας στο μάτι και στις γλώσσες, γνωστών και αγνώστων. Είχε κλείσει μισό αιώνα βίου, απογοητευμένος λιγάκι, καθότι πολλά απ’ τα όνειρά του έμεναν ανεκπλήρωτα.
Γι’ αυτά είχε θυσιάσει οικογένεια και κάθε είδους πολυτέλεια στη ζωή του, προκειμένου να τα κυνηγήσει. Τα αποτελέσματα όμως ακόμα φειδωλά, σε σχέση με τις προσδοκίες του στο ξεκίνημα. Ίσως μετά θάνατον να έρθει και η αναγνώριση που ποθούσε, όπως έχει ήδη συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, σκεφτόταν, και θλιβόταν περισσότερο. Η αγάπη του για το θέατρο, τον ώθησε να συγγράψει αρκετά θεατρικά, κυρίως μονολόγους, που κάποιοι απ’ τους οποίους είχε αξιωθεί να τους δει να παίζονται στο σανίδι σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Υπέγραφε με το κανονικό του όνομα τα έργα του κι όχι με ψευδώνυμο.
Η τύχη βέβαια στο θέμα του επώνυμου δεν τον είχε ευνοήσει. Λεγόταν Ξεφίλας, και απ’ τα σχολικά χρόνια, και ακόμη μετά στο στρατό, Ξευτίλας τον φώναζαν ξανά και ξανά, μέχρι να οργιστεί. Ο ίδιος όμως επέμενε δηλώνοντας το πραγματικό του όνομα, υπερασπίζοντάς το έτσι.
Όλες οι οικονομίες του πήγαιναν είτε στην αγορά βιβλίων, είτε στην έκδοση των δικών του πονημάτων κατά καιρούς. Επένδυε στο μοναδικό υλικό αντικείμενο που αγάπησε και ονειρεύτηκε, που δεν ήταν άλλο απ’ τα βιβλία. Κι όταν η ανάγκη τον έφερε να πάει να μείνει σε μικρότερο κατάλυμα, το οποίο δεν ήταν δυνατό να χωρέσει τους 5000 τόμους βιβλίων που κατείχε ως τώρα, αυτός πρώτα τα βιβλία φρόντισε, και μετά τον εαυτό του.
Βέβαια, τα αποχωρίστηκε δωρίζοντάς τα στη δημοτική βιβλιοθήκη, αλλά του έφυγε ο εφιάλτης αυτά να σαπίζουν σε κάποια υγρή αποθήκη. Εξάλλου η τοπική βιβλιοθήκη ήταν το δεύτερό του σπίτι, μια και εκεί περνούσε πολύ χρόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όσο για το μικρότερο σπίτι που αναγκάστηκε να νοικιάσει, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να είναι ήσυχο για να μπορεί να διαβάζει.
Κι εκεί στο φτωχικό δωμάτιο, σκυμμένος πάνω στο γραφειάκι του, η καμπουρίτσα μεγάλωνε, τόσο που τώρα κοιτούσε αναγκαστικά χαμηλά καθώς περπατούσε. Στο γιατρό που επισκέφτηκε, αυτός του μίλησε για ελλιπή σίτιση, για οστεοπόρωση, ακόμη και για κληρονομική προδιάθεση. Του συνέστησε άσκηση, καλή διατροφή, συμπληρώματα βιταμινών και κόβοντάς του τη χειρόγραφη απόδειξη πληρωμής, τον ρώτησε τι επάγγελμα να συμπληρώσει. Κι ο καμπουράκος Ξεφίλας απήντησε όλο σθένος: Μα εγώ είμαι ποιητής!
Όσο κι αν περπατούσε κοιτώντας ψηλά, η ελαφρά καμπουρίτσα διέγραφε ένα τελικό σίγμα στο κορμί του. Επάγγελμα ποιητής. Αν και βιοποριζόταν δύσκολα, αυτό δήλωνε γεμάτος περηφάνια, μπαίνοντας στο μάτι και στις γλώσσες, γνωστών και αγνώστων. Είχε κλείσει μισό αιώνα βίου, απογοητευμένος λιγάκι, καθότι πολλά απ’ τα όνειρά του έμεναν ανεκπλήρωτα.
Γι’ αυτά είχε θυσιάσει οικογένεια και κάθε είδους πολυτέλεια στη ζωή του, προκειμένου να τα κυνηγήσει. Τα αποτελέσματα όμως ακόμα φειδωλά, σε σχέση με τις προσδοκίες του στο ξεκίνημα. Ίσως μετά θάνατον να έρθει και η αναγνώριση που ποθούσε, όπως έχει ήδη συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, σκεφτόταν, και θλιβόταν περισσότερο. Η αγάπη του για το θέατρο, τον ώθησε να συγγράψει αρκετά θεατρικά, κυρίως μονολόγους, που κάποιοι απ’ τους οποίους είχε αξιωθεί να τους δει να παίζονται στο σανίδι σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Υπέγραφε με το κανονικό του όνομα τα έργα του κι όχι με ψευδώνυμο.
Η τύχη βέβαια στο θέμα του επώνυμου δεν τον είχε ευνοήσει. Λεγόταν Ξεφίλας, και απ’ τα σχολικά χρόνια, και ακόμη μετά στο στρατό, Ξευτίλας τον φώναζαν ξανά και ξανά, μέχρι να οργιστεί. Ο ίδιος όμως επέμενε δηλώνοντας το πραγματικό του όνομα, υπερασπίζοντάς το έτσι.
Όλες οι οικονομίες του πήγαιναν είτε στην αγορά βιβλίων, είτε στην έκδοση των δικών του πονημάτων κατά καιρούς. Επένδυε στο μοναδικό υλικό αντικείμενο που αγάπησε και ονειρεύτηκε, που δεν ήταν άλλο απ’ τα βιβλία. Κι όταν η ανάγκη τον έφερε να πάει να μείνει σε μικρότερο κατάλυμα, το οποίο δεν ήταν δυνατό να χωρέσει τους 5000 τόμους βιβλίων που κατείχε ως τώρα, αυτός πρώτα τα βιβλία φρόντισε, και μετά τον εαυτό του.
Βέβαια, τα αποχωρίστηκε δωρίζοντάς τα στη δημοτική βιβλιοθήκη, αλλά του έφυγε ο εφιάλτης αυτά να σαπίζουν σε κάποια υγρή αποθήκη. Εξάλλου η τοπική βιβλιοθήκη ήταν το δεύτερό του σπίτι, μια και εκεί περνούσε πολύ χρόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όσο για το μικρότερο σπίτι που αναγκάστηκε να νοικιάσει, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να είναι ήσυχο για να μπορεί να διαβάζει.
Κι εκεί στο φτωχικό δωμάτιο, σκυμμένος πάνω στο γραφειάκι του, η καμπουρίτσα μεγάλωνε, τόσο που τώρα κοιτούσε αναγκαστικά χαμηλά καθώς περπατούσε. Στο γιατρό που επισκέφτηκε, αυτός του μίλησε για ελλιπή σίτιση, για οστεοπόρωση, ακόμη και για κληρονομική προδιάθεση. Του συνέστησε άσκηση, καλή διατροφή, συμπληρώματα βιταμινών και κόβοντάς του τη χειρόγραφη απόδειξη πληρωμής, τον ρώτησε τι επάγγελμα να συμπληρώσει. Κι ο καμπουράκος Ξεφίλας απήντησε όλο σθένος: Μα εγώ είμαι ποιητής!
Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου