Ο όμορφος Νίκος (διήγημα) του Αριστείδη Αρχοντάκη

-Πολύ καλημέρα σας καλή μου. Πως είστε σήμερα; Βλέπω παίρνετε ήδη τον καθιερωμένο σας πρωινό ρόφημα σε καφέ. -Καλώς τη να την εργατική μας μελισσούλα που πετά από ανθό σε ανθό και συλλέγει το καλύτερο, το πιο εκλεκτό. Την αντικαλημέρα μου και σε σένα. -Α είσαι μια κούκλα, μια οπτασία πρωινή, χαίρομαι ιδιαίτερα σα σε συναντώ δροσερή δροσερή. Καθισμένος στη γωνία παράμερα στο μαρμάρινο τραπεζάκι του καφέ Due Lux, παρακολουθούσα την συνηθισμένη πια για μένα στιχομυθία, ανάμεσα στον ντεκορατέρ Ιωάννη που είχε αναλάβει την διακόσμηση του μαγαζιού αλλά και παντός επιστητού τεχνικές εργασίες, και του Νίκου ενός από τους συνιδιοκτήτες του πρωτοποριακού αυτού καφέ για τα πλαίσια της μικρής μας πόλης. Το καφέ Due Lux εμφανίστηκε στην μικρή πόλη τα μέσα της δεκαετίας του ’80, στην υπό ανάπτυξη περιοχή δίπλα στους οίκους ανοχής, και επί της οδού Σαρπηδόνος, κρατώντας τα σκήπτρα της πρωτοπορίας αλλά και της νεανικής πελατείας για δεκαετίες. Το μαγαζί ανοίχτηκε από τον επονομαζόμενο «χοντρό» λόγω της σωματικής του διάπλασης, ιδιαίτερα ευαίσθητο άτομο σε θέμα αισθητικής και τέχνης. Η διακόσμηση του χώρου ήταν πρωτοποριακή και παρέπεμπε σε γαλλικά καφέ εκείνης της εποχής. Το μαγαζί διέθετε πατάρι το αγαπημένο της νεολαίας, και ένα πιάνο όπου μια καλλιεργημένη νέα έπαιζε κατά καιρούς κλασσική μουσική. Πολλές ακόμα φοιτήτριες τότε, ντόπιες κοπέλες δούλεψαν στις διακοπές τους στο καφέ, είτε μέσα από την μπάρα είτε έξω από αυτή στο σέρβις. Ψυχή των σερβιτόρων τότε στο ξεκίνημα ήταν ο όμορφος Νίκος, ένας νέος με τριανταφυλλένια επιδερμίδα, πράσινα μάτια και μακριά λαμπερά μαύρα μαλλιά. Αεικίνητος σαν νέος εξυπηρετούσε αγόγγυστα την πελατεία του καφέ, προσδίνοντας από μόνος του μια άλλη φινέτσα στο όλο σκηνικό. Ήταν από τους πρώτους άνδρες εκείνη την εποχή, που κόσμησε το λοβό του αυτιού του με ένα μικρό διαμαντάκι σκουλαρίκι. Πολλά ήταν και τα πολιτιστικά δρώμενα που λάβαιναν χώρα στο καφέ κατά την διάρκεια όλης της χρονιάς. Θα αναφέρω την εμφάνιση των άγνωστων ακόμη Χαϊνιδων, μια πρωτομαγιά μπροστά σε πλήθος κόσμου μέσα και έξω από το μαγαζί, το οποίο ήταν στολισμένο με μεγάλους ηλίανθους και πολυάριθμα μαγιάτικα στεφάνια. Το αναφέρω γιατί εγώ είχα σαν φοιτητής τότε στην γειτονική πόλη του νησιού, κάνει την επαφή ανάμεσα στο νέο συγκρότημα και τον ιδιοκτήτη του καφέ, παραδίνοντάς του μια μαγνητοφωνημένη κασέτα της δουλειάς τους. Ο αιφνίδιος θάνατος του ιδιοκτήτη του καφέ, -οι φήμες τότε έλεγαν από χρήση ναρκωτικής ουσίας-, βύθισε άπαντες σε θλίψη. Το εορταστικό σκηνικό του μαγαζιού, γιατί θα πρέπει να ήταν Χριστούγεννα με ένα μικρό καϊκι φωταγωγημένο να κοσμεί τον προαύλιο χώρο, φαινόταν παράταιρο και άκαιρο. Μετά από ένα ολιγοήμερο πένθος η επιχείρηση ξανάνοιξε με την χήρα γυναίκα του πρώην ιδιοκτήτη στα ινία. Για πολύ καιρό η λάμπα του ενός από τα δύο λουξ που κοσμούσε ως σήμα κατατεθέν την πρόσοψη του μαγαζιού, παρέμενε σβηστό ενώ δραστικές αλλαγές επήλθαν και στην εσωτερική διακόσμηση δηλώνοντας την απώλεια. Με τα χρόνια ο όμορφος Νίκος χρήστηκε συνιδιοκτήτης του καφέ, το οποίο συνέχιζε να έχει ακόμη την αίγλη του και είχε αποκτήσει σταθερή αξία. Ο όμορφος Νίκος ποτέ δεν έκρυψε την φυσική του κλίση. Όσο δε, διατηρούσε την νεότητα του, ήταν απόλυτα διακριτικός και προσεκτικός ώστε να μην προκαλεί υπέρμετρα. Στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις καθώς και στα διάφορα πάρτι που διοργάνωνε η ελίτ της κοσμικής ζωής της πόλης, απαραίτητα συνοδευόταν από όμορφους νέους που γνώριζε από το μαγαζί είτε ως θαμώνες, είτε ως εργαζόμενους σ’ αυτό. Πολλές φορές τους συμπεριφερόταν σαν αξεσουάρ απαραίτητο στο δικό του στάτους, που όμως δεν του ήταν απαραίτητο από ένα σημείο κι έπειτα και τους ξεχνούσε άπαξ και περνούσε την είσοδο μιας κατοικίας σαν να άφηνε το πανωφόρι του στην κρεμάστρα της εισόδου. Τον πολιορκούσαν παρ’ όλα αυτά και πολλές γυναίκες, κολακεύοντας με κάποιο τρόπο την ματαιοδοξία και τη φιλαρέσκειά του. Αυτός παρέμενε σιωπηλός σ’ αυτές τις εκδηλώσεις αβροφροσύνης. Εξάλλου η σιωπή είναι δύναμη τρομερή στη διάθεση εκείνων που ξέρουν ότι τους αγαπούν. Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο πόθος που ενέπνεε στο γυναικείο φύλο, εμπόδιζε τα όσα του έλεγαν να έχουν την παραμικρή συνάφεια με όσα σκεφτόταν. Στην πραγματικότητα με την φαντασία τους και την πίστη τους έπλαθαν ένα διαφορετικό όμορφο Νίκο, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα που επιθυμούσαν. Δεν εξέλειπαν βέβαια και οι ακραίες εκδηλώσεις αγάπης που καλούσαν τον όμορφο Νίκο εις επήκοον όλων, να της παντρευτεί πάραυτα και δίχως δεύτερη σκέψη να ζήσουν μαζί, αν και σε όλους εμάς τους αυτόπτες μάρτυρες των παθιασμένων αυτών εξομολογήσεων δεν φαινόταν τίνι τρόπω θα μπορούσε να συμβεί αυτό, και το γεγονός καταντούσε κωμικό. Για όλες αυτές τις φίλες του η ομορφιά του αποτελούσε μια υπόσχεση ευτυχίας. Αντίστροφα για τον όμορφο Νίκο η δυνατότητα της ηδονής αποτελούσε την απαρχή της ομορφιάς την οποία εξέπεμπε. Οι συνήθειες και κλίσεις του δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν και μόνο η φθορά του χρόνου αφαίρεσαν στο μέλλον κάτι από τη γοητεία του και την λάμψη του. Ήρθαν όμως και αυτά τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια που η ηδονή πλέον ήταν αγοραία. Τα χρόνια που με τον φίλο του Ιωάννη αντάλλασαν αμοιβαίες φιλοφρονήσεις σαν ώριμες φιλενάδες. Ο όμορφος Νίκος μετά από λίγο καιρό μεταβίβασε το μερίδιο του στο καφέ στην χήρα συνιδιοκτήτρια και τον νεαρό σύντροφό της. Αποσύρθηκε και χάθηκε από την πιάτσα σαν τους γάτους που όταν γερνούν, ξαφνικά εξαφανίζονται και δεν γνωρίζει κανείς τι απέγιναν. Αυτός ήταν ο όμορφος Νίκος, ένας «καστράτος» γάτος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις